σιλούριος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν Σίλουροι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή στη χώρα τών Σιλούρων, κατοίκων της Βρεττανίας που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους
2. φρ. «σιλούρια περίοδος» ή, απλώς, «το σιλούριο»
γεωλ.
διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου σχηματίστηκαν τα πετρώματα του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αντιπροσωπεύει την τρίτη από τις έντεκα περιόδους που αποτελούν τη γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας, είναι τμήμα του παλαιοζωικού αιώνα, ακολουθεί το ορδοβίσιο, προηγείται του δεβονίου και η χρονική διάρκειά του ήταν 35 εκατομμύρια χρόνια, πριν από 430 ώς 395 εκατομμύρια έτη.