σιταρήσιος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

και σταρήσιος, -α, -ο, Ν
σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. κριθαρήσιος)].