κριθαρήσιος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
κριθαρένιος, κρίθινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθάρι + κατάλ. -ήσιος, (πρβλ. βουνήσιος, καμπήσιος)].