λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
-α, -οκριθαρένιος, κρίθινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθάρι + κατάλ. -ήσιος, (πρβλ. βουνήσιος, καμπήσιος)].