σιτοπαραλήμπτης

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπαραλήμπτης Medium diacritics: σιτοπαραλήμπτης Low diacritics: σιτοπαραλήμπτης Capitals: ΣΙΤΟΠΑΡΑΛΗΜΠΤΗΣ
Transliteration A: sitoparalḗmptēs Transliteration B: sitoparalēmptēs Transliteration C: sitoparalimptis Beta Code: sitoparalh/mpths

English (LSJ)

σιτοπαραλήμπτου, ὁ, receiver of corn-dues, BGU81 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος της κρατικής αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. του παραλήπτης (< παραλαμβάνω)].