σκήτη

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

η, ΝΜ
1. μικρή μονή που αποτελεί παράρτημα άλλης, μεγαλύτερης
2. ερημητήριο μοναχού
νεοελλ.
στον πληθ. οι σκήτες
(καν. δίκ.) (στο Άγιο Όρος) καλύβες οι οποίες εξαρτώνται από μια μονή και στεγάζουν τρεις μοναχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο της Αιγύπτου Σκῆτις, Σκίτις].