σκαπανέας
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
ο / σκαπανεύς, -έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν
αυτός που εργάζεται με τη σκαπάνη, που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του μηχανικού ο οποίος ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή σκαμπανάκι
2. μέλος της πρώτης βαθμίδας της ημιστρατιωτικής Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON) που είχε ιδρυθεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
3. μτφ. πρωτεργάτης, πρωτοπόρος («σκαπανέας της συμφιλίωσης τών λαών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη + κατάλ. -εύς (πρβλ. μηχανεύς)].