σκεπός

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. σκεπή
2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή: τροφός)].