σκιαδανθή
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
και σκιαδιανθή, τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία τών κορνωδών, τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάδιον + άνθος].