σκιοτροφία
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
v. σκιατροφία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκιατροφία.
German (Pape)
ἡ, spätere Form statt σκιατροφία.