σκιτσογράφος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί σκίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίτσο + -γράφος].