σκλαβοπάζαρο

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το, Ν
1. παζάρι όπου πωλούσαν σκλάβους
2. μτφ. ξένη χώρα στην οποία μεταναστεύουν άνεργοι άλλης χώρας και στην οποία εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες και με δυσμενείς γι' αυτούς όρους.