σκονάκι

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

το, Ν
σκόνη
υποκορ.
1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
2. δόση ναρκωτικού
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού
4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή.