σκονάκι

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

το, Ν
σκόνη
υποκορ.
1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
2. δόση ναρκωτικού
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού
4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή.