σκονάκι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το, Ν
σκόνη
υποκορ.
1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
2. δόση ναρκωτικού
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού
4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή.