σκοπιμότητα

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

η, Ν σκόπιμος
1. η ιδιότητα του σκοπίμου, το να είναι κάτι σκόπιμο, να συμβάλλει σε έναν σκοπό, να εξυπηρετεί έναν σκοπό, ιδίως απώτερο
2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, με προμελέτη
3. η διάπραξη μη επιτρεπόμενης ενέργειας ή η παράλειψη επιβαλλόμενης πράξης για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού («η συγκάλυψη τών σκανδάλων έγινε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας»).