σκοτόφρων

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτόφρων Medium diacritics: σκοτόφρων Low diacritics: σκοτόφρων Capitals: ΣΚΟΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: skotóphrōn Transliteration B: skotophrōn Transliteration C: skotofron Beta Code: skoto/frwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. φρονος, dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.

Greek Monolingual

-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].