σκυφίδιον

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

τὸ, Α
πιθ. υποκορ. του σκυφίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρηνίδιον)].