σολομίδες

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

και σολομονίδες, οι, Ν σολομός
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων της υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι.