σολομίδες
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Greek Monolingual
και σολομονίδες, οι, Ν σολομός
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων της υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι.