Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σολόδερμα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το, Ν
1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα
2. σόλα
3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].