σουμάδα

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η, Ν
αναψυκτικό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ινδ. soma «είδος ποτού» + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. λεμονάδα].