σοφιστεύομαι
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
ΝΑ, και σοφιστεύω Α σοφιστής
φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής
νεοελλ.
λέω σοφιστείες
αρχ.
1. είμαι σοφιστής
2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)
3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι
4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)
5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.