σπαρτεύω
From LSJ
Greek Monolingual
σπαστρεύω και σπαρτεύω Μ
παστρεύω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπαρτεύω < σπάρτον με αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο». Ο τ. σπαστρεύω προήλθε από το σπαρτεύω ως εξής: σπαρτεύω > παστρεύω (με μετάθεση του σ- στο μέσο της λ.), από όπου, με συμφυρμό τών τ. σπαρτεύω και παστρεύω, προήλθε ο τ. σπαστρεύω (βλ. και λ. παστρεύω)].