σπιράλ
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
Greek Monolingual
το, Ν
1. είδος εντομοαπωθητικού αποτελούμενο από στερεό υλικό σε σχήμα σπείρας με πολλαπλές έλικες, το οποίο ανάβεται στο εξωτερικό του άκρο και αργοκαίει
2. ιατρ. είδος αντισυλληπτικού πώματος που εισάγεται στον κολεό της μήτρας, σπείραμα
3. είδος τετραδίου του οποίου τα φύλλα είναι συνδεδεμένα με σπειροειδές σύρμα στην παρυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spiral < μσν. λατ. spiralis < λατ. spira < σπείρα].