σπουδαιοφανής

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].