σπουδαστικῶς
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
French (Bailly abrégé)
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.