σπουδαστικῶς
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
French (Bailly abrégé)
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.