σπουδαστικῶς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.