σπουδόγελως
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
ων, = σπουδογέλοιος, blending jest with earnest.
Greek Monolingual
-ων, Α
σπουδογέλοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + γέλως «γέλιο» (πρβλ. φιλόγελως)].