στάλλα

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλλα Medium diacritics: στάλλα Low diacritics: στάλλα Capitals: ΣΤΑΛΛΑ
Transliteration A: stálla Transliteration B: stalla Transliteration C: stalla Beta Code: sta/lla

English (LSJ)

Aeol. and Thess. for στήλη, IG12(2).67.13 (Mytil., ii A.D.), 9(2).517.21 (Larissa, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

στάλλα: Αἰολ. ἀντὶ στήλη. Συλλ. Ἐπιγρ. 4923. 9.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(αιολ. και θεσσ. τ.) βλ. στήλη.