στέλγισμα

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλγισμα Medium diacritics: στέλγισμα Low diacritics: στέλγισμα Capitals: ΣΤΕΛΓΙΣΜΑ
Transliteration A: stélgisma Transliteration B: stelgisma Transliteration C: stelgisma Beta Code: ste/lgisma

English (LSJ)

v. στλέγγισμα.

German (Pape)

[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.

Greek (Liddell-Scott)

στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.