Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στίμη

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

η, Ν
1. (για ατμόπλοιο) η κινητήρια δύναμη του σκάφους
2. συνεκδ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα όχημα («έβαλε μεγάλη στίμη το βαπόρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. steam].