σταλαμίδα

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά
2. στον πληθ. οι σταλαμίδες
α) το νερό της βροχής όπως στάζει από τη στέγη
β) η υδρορρόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταθμίδα)].