τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
η, Ν1. στάλα, σταλαγματιά2. στον πληθ. οι σταλαμίδεςα) το νερό της βροχής όπως στάζει από τη στέγηβ) η υδρορρόη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταθμίδα)].