στατηρίσκος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰτηρίσκος Medium diacritics: στατηρίσκος Low diacritics: στατηρίσκος Capitals: ΣΤΑΤΗΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: statērískos Transliteration B: statēriskos Transliteration C: statiriskos Beta Code: stathri/skos

English (LSJ)

ὁ, or στατηρισμός, ὁ, name of a tax. BGU1843.10 (i B.C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος φόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, -ῆρος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελίσκος)].