σταχυολόγημα
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
και σταχολόγημα, το, Ν σταχυολογώ
1. το να μαζεύει κάποιος στάχια
2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός.