ερανισμός

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐρανισμός)
νεοελλ.
η σύνθεση ερανίσματος
αρχ.-μσν.
το εράνισμα.