επιλογή

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

η (AM ἐπιλογή) επιλέγω
1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα
2. εκλογή, ανάδειξη σε αξίωμα ή θέση
νεοελλ.
1. η απομόνωση επιθυμητών σημάτων από τα λοιπά ανάμικτα σήματα και τα παράσιτα που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη
2. η εκλογή και κατάταξη στα διάφορα όπλα, σώματα και ειδικότητες όσων βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία
3. φρ. «φυσική επιλογή» — επιβίωση τών ατόμων που προσαρμόζονται καλύτερα για τους επιδιωκόμενους σκοπούς
μσν.
δικαίωμα επιλογής·