σταύρωση

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η / σταύρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[σταυρῶ, -ώνω]]
1. η προσήλωση πάνω σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
2. η θυσία του Ιησού Χριστού με τον σταυρικό θάνατό του
νεοελλ.
1. εικόνα της σταύρωσης του Χριστού
2. μτφ. οδυνηρή ταλαιπωρία
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους.