τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
-η, -ο, Ναυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό-καρδος].