στερεοποιώ

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

στερεοποιῶ, -έω, ΝΜΑ, και στερροποιῶ Α
καθιστώ κάτι στερεό, σκληρό
νεοελλ.
μεταβάλλω υγρό ή αέριο σώμα σε στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].