στερεοχημικός

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν στερεοχημεία
χημ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοχημεία
2. φρ. «στερεοχημική παρεμπόδιση» — χαρακτηριστικό της μοριακής δομής, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μόρια, κυρίως οργανικών ενώσεων, παρουσιάζουν τέτοια διάταξη τών ατόμων τους στον χώρο, ώστε να αποτρέπεται ή να επιβραδύνεται η πραγματοποίηση ορισμένων, συνήθως ανεπιθύμητων, χημικών αντιδράσεων.