στερεοχημικός

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν στερεοχημεία
χημ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοχημεία
2. φρ. «στερεοχημική παρεμπόδιση» — χαρακτηριστικό της μοριακής δομής, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μόρια, κυρίως οργανικών ενώσεων, παρουσιάζουν τέτοια διάταξη τών ατόμων τους στον χώρο, ώστε να αποτρέπεται ή να επιβραδύνεται η πραγματοποίηση ορισμένων, συνήθως ανεπιθύμητων, χημικών αντιδράσεων.