οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
το, Νιατρ. όργανο καταμέτρησης της θωρακικής περιμέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethometer (< στήθος + μέτρο)].