Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
στῐγών: ῶνος и στίγων, ωνος ὁ Arph. = στιγματίας.