στιγών

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Russian (Dvoretsky)

στῐγών: ῶνος и στίγων, ωνος ὁ Arph. = στιγματίας.