στοιχηματίζω

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

Ν στοίχημα, -ήματος]
1. βάζω στοίχημα
2. μτφ. είμαι πάρα πολύ βέβαιος για κάτι.