στοίχημα
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
-ατος, τό, deposit, Eust.1312.21.
German (Pape)
[Seite 946] τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοίχημα: τό, συμφωνία, ὑπόσχεσις, Βυζ.· - παρακαταθήκη, Εὐστ. 1312. 21.
Greek Monolingual
το, ΝΜ στοιχῶ
συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει της οποίας εκείνος του οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό
νεοελλ.
1. συνεκδ. χρηματικό ποσό ή αντικείμενο το οποίο ορίζεται ως αμοιβή της παραπάνω συμφωνίας («τί στοίχημα βάζεις;»)
2. χρηματικό ποσό που ποντάρει κανείς στον ιππόδρομο ή σε άλλο αγώνισμα ή παιχνίδι
3. (νομ.) σύμβαση αντιπαράθεσης ισχυρισμών με τον όρο χρηματικής καταβολής ή άλλης ποινής, στην περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους ισχυρισμούς αυτούς αποδειχθεί αναληθής ή ανεφάρμοστος
μσν.
συμφωνία.