στρέφωσις
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Full diacritics: στρέφωσις | Medium diacritics: στρέφωσις | Low diacritics: στρέφωσις | Capitals: ΣΤΡΕΦΩΣΙΣ |
Transliteration A: stréphōsis | Transliteration B: strephōsis | Transliteration C: strefosis | Beta Code: stre/fwsis |
κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).
[Seite 954] ἡ, = στέρφωσις, Hesych.
στρέφωσις: -εως, ἡ, (στρεφόω) = στέρφωσις, «κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη» Ἡσύχ.
-ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις.