στρέφωσις

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέφωσις Medium diacritics: στρέφωσις Low diacritics: στρέφωσις Capitals: ΣΤΡΕΦΩΣΙΣ
Transliteration A: stréphōsis Transliteration B: strephōsis Transliteration C: strefosis Beta Code: stre/fwsis

English (LSJ)

κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, = στέρφωσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφωσις: -εως, ἡ, (στρεφόω) = στέρφωσις, «κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις.