στρατευτός

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

ὁ, Α στρατεύω (Ι)]
αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός.