στρατιωτικῶς

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en soldat;
Cp. στρατιωτικώτερον.
Étymologie: στρατιωτικός.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτιωτικῶς:
1 по-солдатски (ζῆν Isocr.);
2 по-военному (χρῆσθαι τῇ τύχῃ Polyb.);
3 для сухопутного сражения (οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι Thuc.).