στρατοδίκης

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].