στρεβλωτής

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλωτής Medium diacritics: στρεβλωτής Low diacritics: στρεβλωτής Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΤΗΣ
Transliteration A: streblōtḗs Transliteration B: streblōtēs Transliteration C: strevlotis Beta Code: streblwth/s

English (LSJ)

στρεβλωτοῦ, ὁ,= στρεβλωτήριον, Lat. eculeus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 953] ὁ, der Folterer, Peiniger, Sp. – Auch = στρεβλωτήριον, Philoxen. gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτής: -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτιστρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.