στριγγλοβότανο

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού ακόνιτο, αλλ. στριγγλόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα + βότανο].